Μια μεγάλη συζήτηση έχει ξεκινήσει με την τελευταία δράση των Ατενίστας στο Κολωνάκι
Αντιγράφοντας από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Unfollow Λαός και Κολωνάκι ή… τα όρια των Atenistas , η ιστορία έχει ως εξής ….”Παραμονή της επετείου του Πολυτεχνείου και οι Atenistas βρίσκονται πάλι εν δράσει. Με κουβάδες, μπογιές και βούρτσες καταπλέουν στην οδό Μαρασλή για να βάψουν μια φρικτή γκρίζα σκάλα, να βάλουν λίγο χρώμα (φαβέλας) στη μουντή μεγαλοαστική ζωή του Κολωνακίου. Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται ως συνήθως, εδώ οι κάτοικοι δεν τους υποδέχονται με αλαλαγμούς χαράς, κάποιοι μάλιστα μόλις βλέπουν το αποτέλεσμα καλούν την αστυνομία. Γραπτή άδεια από το Δήμο δεν υπάρχει και κάποιοι από τους Atenistas καταλήγουν στο τμήμα. Γίνονται τα απαραίτητα τηλέφωνα και οι «προσαχθέντες» επικαλούνται προφορική άδεια που επιβεβαιώνεται και αφήνονται ελεύθεροι. Ακολουθεί η αναμενόμενη μικροσυζήτηση στα σόσιαλ μήντια. ….Το «ατόπημα» της Μαρασλή καταδεικνύει μια σειρά από προβλήματα. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν αφορά την αισθητική, αλλά την κατανομή του πολιτιστικού (και του πολιτικού) κεφαλαίου μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Αν οι κάτοικοι του Κολωνού δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους (και δεν τους αναγνωρίζεται κεντρικά) το δικαίωμα να αποφασίζουν για τη γειτονιά τους και δέχονται τον πολιτιστικό παρεμβατισμό των χαρούμενων ακτιβιστών ως αναβάθμιση της δικής τους ένδειας, οι κάτοικοι του Κολωνακίου δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία”
Άμεσα υπήρξε απάντηση από τους φίλους και υποστηρικτές των ατενίστας των οποίων η κριτική προς την “αριστερή” κριτική εστιάζει στα εξής- Γιατί δεν λένε τα ίδια και για τα γκράφιτι, γιατί δεν ζητάνε πιστοποιητικά νομιμότητας από τον Δήμο για τα tagging? και “Γιατί τόση μιζέρια από τους Κολωνακιώτες, που δεν δέχονται επιτέλους λίγο χρώμα στη ζωή τους?”
Όσον αφορά τα γκράφιτι η σύγκριση αναδεικνύει το πρόβλημα. Το γκράφιτι είναι και θέλει να κινείται στο χώρο της παρανομίας, εκθέτοντας, ίσως ενοχλώντας, και ξεβολεύοντας. Οι δράσεις των ατενίστας αντιθέτως επιθυμούν να κινούνται στο χώρο της ευνομίας, της τάξης και ασφάλειας, θέλουν να πρεσβεύουν την αποκατάσταση της αισθητικής. Επιθυμούν να κρίθουν με όρους φιλανθρωπίας- απαιτούν δηλ. όχι μόνο την συναίνεση αλλά και την ευγνωμοσύνη μας. Κρίνεται λοιπόν η δράση τους μέσα στα όρια που ή ίδια θέτει. Στο πλαίσιο της ευνομίας λοιπόν, τίποτε δεν δικαιώνει, τυπικά ή άτυπα, την πράξη των ατενίστας ως νόμιμη. Η αντίστοιχη κριτική προς τα γκράφιτι και τα tagging γίνεται όταν μεταπηδούν από το πλαίσιο τους, όταν δηλ. με τις ευλογίες του νόμου, νόμιμα και με πρόσκληση ιδιοκτητών, βγαίνουν έξω από το πλαίσιο που τα δικαιώνει και μπαίνουν στα μουσεία και τις εκθέσεις- Εκεί λοιπόν θα κριθούν με τους καθαρούς όρους της τέχνης και θα χάσουν σ’ αυτό το δύσκολο πεδίο. Όλες αυτές οι δράσεις των ατενίστας ή των γκραφιτάδων θα μπορούσαν να έχουν παρόμοιο αισθητικό αποτέλεσμα. Η κριτική όμως είναι ριζικά διαφορετική, γιατί είναι στην βάση των προθέσεων και των διακηρύξεων, και όχι του αποτελέσματος, αισθητικού και κοινωνικού, από τη στιγμή που τυπικά και οι δυο, είναι εξίσου παράνομες.
Όσον αφορά την αισθητική, η συζήτηση είναι παραπειστική, δεν έχει νόημα να συζητάμε αν οι σκάλες είναι ωραίες κίτρινες ή γκρι, το ωραίο είναι υποκειμενικό, γι’ αυτό και όσον αφορά τον δημόσιο χώρο έχουμε συγκεκριμένες διαδικασίες για να επιλύουμε διαφορές γούστου.
Και οι διαδικασίες αυτές είναι στην καρδιά του προβλήματος που ανέκυψε. Προσπερνώντας την περίπτωση των ατενίστας, το ζήτημα που ανακινείται εδώ είναι πολύ ευρύτερο και αφορά όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις εθελοντισμού και δράσεων από πολίτες στον δημόσιο χώρο της πόλης που διεκδικούν αν όχι την τυπική, θεσμική νομιμότητα, τουλάχιστον την κοινωνική συναίνεση. Το ερώτημα “ποιος τελικά αποφασίζει για τον Δημόσιο χώρο” θα επανέρχεται όλο και συχνότερα από δω και πέρα, καθώς η αστική συνθήκη γίνεται όλο και πιο διευρυμένη και πολυεπίπεδη, καθώς οι Δήμοι ασθενούν οικονομικά όλο και περισσότερο και η ευθύνη και εποπτεία του δημόσιου Χώρου γίνεται όλο και πιο βαριά και ασήκωτη γι’ αυτούς.
Ποιος λοιπόν δίνει το πιστοποιητικό νομιμότητας για δράση που αφήνει το αποτύπωμα της στον δημόσιο χώρο? (δεν κρίνονται, δηλ. εδώ οι παροδικές χρήσεις του δημόσιου χώρου, περφόρμανς χάπενινγκ, προσωρινές κατασκευές που αποσύρονται εντός συντόμου χρόνου). Είναι ο Δήμος, η γειτονιά, η κοινότητα? Δικαιούνται παράγοντες εξωτερικοί να ευεργετούν και να φιλανθρωπούν επεμβαίνοντας στην μορφή του δημόσιου χώρου? Τι τους νομιμοποιεί?
Η ερώτηση που ξεκινάει από τους ατενίστας είναι η ίδια που φτάνει μέχρι το ίδρυμα Ωνάση για να ρωτήσει αν δικαιούται ένα ίδρυμα ιδιωτικό να διοργανώνει διαγωνισμούς για το κέντρο της πόλης. Θα μπορούσε βεβαίως στην θέση του Ωνάση να βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος παράπλευρος φορέας του Δημοσίου που δεν είναι άμεσα εξουσιοδοτημένος με τον σχεδιασμό πόλης όπως το ΕΜΠ, κτλ. και η ερώτηση να παραμένει η ίδια.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα των ατενίστας η άδεια από τον Δήμο θα ήταν περιττή αν υπήρχε η συναίνεση της γειτονιάς. Ο Δήμος έρχεται ως ο ύστατος ρυθμιστής, όταν η γειτονιά δεν μπορεί να συναινέσει όχι ως προς τον ξενιστή, αλλά μεταξύ της. Αν όλη η γειτονιά συμφωνούσε σ’ αυτή την εξωτερικά προερχόμενη δράση, εκτός από έναν, έχει το δικαίωμα αυτός ο ένας να εγκαλέσει τον ξενιστή στον Δήμο? Και ποιου η απόφαση θα μετρούσε περισσότερο, της γειτονιάς ή του Δήμου?
Πλέον και ανά τον κόσμο η απάντηση φαίνεται να διαμορφώνεται ως “Η γειτονιά”. Μπορούμε να βρούμε πολλά παραδείγματα και πλατφόρμες τοπικής συνεργασίας. Εντός των διαδικασιών αυτών των πλατφορμών περιλαμβάνεται η ρύθμιση της διαφωνίας, η ψηφοφορία, η διαβούλευση. Έχει παραχωρηθεί δηλ. από τον Δήμο πέραν της γνωμοδοτικής και η αποφασιστική εξουσία για τοπικά ζητήματα, με την ευθύνη για την εκτέλεσή τους να μένει στον Δήμο.
Επί του ελληνικού παραδείγματος, από την δομή της κρατικής οργάνωσης, ορίζεται μεν ο όρος της τοπικής κοινότητας αλλά με διαδικασίες δύσκαμπτες, μη φιλικές προς τον χρήστη, τη στιγμή που τα αντίστοιχα μοντέλα λειτουργούν απλά και άμεσα μέσω ίντερνετ. Οι κάτοικοι εδώ, μάλλον, τείνουν περισσότερο στις άτυπες συνελεύσεις και οργανώσεις κατοίκων, που έχουν σαφώς πιο ευέλικτη λειτουργία από τις θεσμοθετημένες “τοπικές κοινότητες”. Είτε πρόκειται βέβαια για “τοπικές κοινότητες” ή για συλλογικότητες κατοίκων, την τελική απόφαση για όλα τα ζητήματα παίρνει ο Δήμος.
Αυτό ίσως γίνεται προβληματικό σε περιπτώσεις γειτονιών όπως πχ. του Μεταξουργείου ή της Κυψέλης, με δυο αντιμαχόμενα κινήματα γειτονιάς, που τυπικά κανένα δεν φέρει τα πιστοποιητικά της νομιμότητας, κάτι που σημαίνει πως οι κάτοικοι με τις περισσότερες προσβάσεις στον Δήμο αποφασίζουν τελικά για τον χώρο των υπολοίπων. Οι αναγνώσεις που δίνουν το ηθικό προβάδισμα στην μία ή στην άλλη είναι αυθαίρετες. Ο χάρτης του TEDx Human Grid δίνει το προβάδισμα στην συντηρητική πλευρά, εμφανίζοντας μόνο το ΚΜ για το Μεταξουργείο και το ILove Kypseli για την Κυψέλη, ενώ οι κινηματικοί χάρτες κάνουν το αντίθετο εμφανίζοντας μόνο το metaxourgeio.wordpress και την Δημοτική αγορά Κυψέλης. Προφανώς καμιά ομάδα δεν δικαιούται επειδή έχει τα μέσα και την πρόσβαση στην εξουσία και στην Δημοτική αρχή να αποφασίζει ενάντια στην άλλη. Προβλήματα σαν αυτό που προέκυψε στην γειτονιά του Κολωνακίου θα είχαν πολύ μεγαλύτερη συνέχεια, αν ήταν και οι κάτοικοι μεταξύ τους διχασμένοι. Και δεν θα έχουν λύση τα θέματα αυτά, αν δεν προβλεφθεί ένα σύστημα απλό και φιλικό που να επιτρέπει την δημοσία διαβούλευση των κατοίκων μεταξύ τους για τα θέματα της γειτονιάς τους. Ένα ενεργό δηλ. σύστημα ενεργούς γειτονιάς.
Ο Δήμος βέβαια θα παραμένει ως ο τελικός ρυθμιστής. Και έτσι πρέπει να είναι. Αν αποδώσουμε την απόλυτη ευθύνη στις γειτονιές, όπως έχει αποδειχθεί σε άλλα παραδείγματα από το εξωτερικό στο παρελθόν, θα καταλήξουμε σε μια ένταση ανισοτήτων στο χώρο, καθώς κάποιες κοινότητες θα έχουν πολύ περισσότερους πόρους από άλλες, όποτε ο δήμος οφείλει να μεριμνήσει για την δίκαιη κατανομή των πόρων. Αντίστοιχα οφείλει να είναι ο βαρύνων παράγοντας, στην περίπτωση που η γειτονιά ή η κοινότητα, είναι το κέντρο της πόλης όταν δηλ. εμφανίζει στοιχεία μητροπολιτικής κεντρικότητας, και οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση είναι πολύ περισσότεροι πέραν των κατοίκων.
Το ζήτημα βέβαια της Συμμετοχικής Δημοκρατίας σε επίπεδο γειτονιάς-κοινότητας είναι εξαιρετικά σύνθετο και ευρύ, παίρνει τοπικές εξειδικευμένες λύσεις σε διάφορα παραδείγματα που τώρα δοκιμάζονται στο εξωτερικό, ενώ για την Ελλάδα η ιδέα είναι σχεδόν άγνωστη και πολλά βήματα μένουν ακόμα να γίνουν, τόσο σε θεσμικές αλλαγές όσο και σε επίπεδο προσωπικό. Να καλλιεργηθεί μια εμπιστοσύνη, προς τις διαδικασίες αυτές, προς τις τεχνολογίες που τις επιτρέπουν και τον άλλο άνθρωπο. Αλλά όλα αυτό το ρεύμα που αναπτύσσεται στο εξωτερικό δείχνει πως μαλλον κι εμείς αργά ή γρήγορα θα συνηθίσουμε στην ιδέα αυτή.
Αναζητώντας την ευθύνη για τον δημόσιο χώρο
Μια μεγάλη συζήτηση έχει ξεκινήσει με την τελευταία δράση των Ατενίστας στο Κολωνάκι
Αντιγράφοντας από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στο Unfollow Λαός και Κολωνάκι ή… τα όρια των Atenistas , η ιστορία έχει ως εξής ….”Παραμονή της επετείου του Πολυτεχνείου και οι Atenistas βρίσκονται πάλι εν δράσει. Με κουβάδες, μπογιές και βούρτσες καταπλέουν στην οδό Μαρασλή για να βάψουν μια φρικτή γκρίζα σκάλα, να βάλουν λίγο χρώμα (φαβέλας) στη μουντή μεγαλοαστική ζωή του Κολωνακίου. Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται ως συνήθως, εδώ οι κάτοικοι δεν τους υποδέχονται με αλαλαγμούς χαράς, κάποιοι μάλιστα μόλις βλέπουν το αποτέλεσμα καλούν την αστυνομία. Γραπτή άδεια από το Δήμο δεν υπάρχει και κάποιοι από τους Atenistas καταλήγουν στο τμήμα. Γίνονται τα απαραίτητα τηλέφωνα και οι «προσαχθέντες» επικαλούνται προφορική άδεια που επιβεβαιώνεται και αφήνονται ελεύθεροι. Ακολουθεί η αναμενόμενη μικροσυζήτηση στα σόσιαλ μήντια. ….Το «ατόπημα» της Μαρασλή καταδεικνύει μια σειρά από προβλήματα. Το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν αφορά την αισθητική, αλλά την κατανομή του πολιτιστικού (και του πολιτικού) κεφαλαίου μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών ομάδων. Αν οι κάτοικοι του Κολωνού δεν αναγνωρίζουν στον εαυτό τους (και δεν τους αναγνωρίζεται κεντρικά) το δικαίωμα να αποφασίζουν για τη γειτονιά τους και δέχονται τον πολιτιστικό παρεμβατισμό των χαρούμενων ακτιβιστών ως αναβάθμιση της δικής τους ένδειας, οι κάτοικοι του Κολωνακίου δεν ανήκουν στην ίδια κατηγορία”
Άμεσα υπήρξε απάντηση από τους φίλους και υποστηρικτές των ατενίστας των οποίων η κριτική προς την “αριστερή” κριτική εστιάζει στα εξής- Γιατί δεν λένε τα ίδια και για τα γκράφιτι, γιατί δεν ζητάνε πιστοποιητικά νομιμότητας από τον Δήμο για τα tagging? και “Γιατί τόση μιζέρια από τους Κολωνακιώτες, που δεν δέχονται επιτέλους λίγο χρώμα στη ζωή τους?”
Όσον αφορά τα γκράφιτι η σύγκριση αναδεικνύει το πρόβλημα. Το γκράφιτι είναι και θέλει να κινείται στο χώρο της παρανομίας, εκθέτοντας, ίσως ενοχλώντας, και ξεβολεύοντας. Οι δράσεις των ατενίστας αντιθέτως επιθυμούν να κινούνται στο χώρο της ευνομίας, της τάξης και ασφάλειας, θέλουν να πρεσβεύουν την αποκατάσταση της αισθητικής. Επιθυμούν να κρίθουν με όρους φιλανθρωπίας- απαιτούν δηλ. όχι μόνο την συναίνεση αλλά και την ευγνωμοσύνη μας. Κρίνεται λοιπόν η δράση τους μέσα στα όρια που ή ίδια θέτει. Στο πλαίσιο της ευνομίας λοιπόν, τίποτε δεν δικαιώνει, τυπικά ή άτυπα, την πράξη των ατενίστας ως νόμιμη. Η αντίστοιχη κριτική προς τα γκράφιτι και τα tagging γίνεται όταν μεταπηδούν από το πλαίσιο τους, όταν δηλ. με τις ευλογίες του νόμου, νόμιμα και με πρόσκληση ιδιοκτητών, βγαίνουν έξω από το πλαίσιο που τα δικαιώνει και μπαίνουν στα μουσεία και τις εκθέσεις- Εκεί λοιπόν θα κριθούν με τους καθαρούς όρους της τέχνης και θα χάσουν σ’ αυτό το δύσκολο πεδίο. Όλες αυτές οι δράσεις των ατενίστας ή των γκραφιτάδων θα μπορούσαν να έχουν παρόμοιο αισθητικό αποτέλεσμα. Η κριτική όμως είναι ριζικά διαφορετική, γιατί είναι στην βάση των προθέσεων και των διακηρύξεων, και όχι του αποτελέσματος, αισθητικού και κοινωνικού, από τη στιγμή που τυπικά και οι δυο, είναι εξίσου παράνομες.
Όσον αφορά την αισθητική, η συζήτηση είναι παραπειστική, δεν έχει νόημα να συζητάμε αν οι σκάλες είναι ωραίες κίτρινες ή γκρι, το ωραίο είναι υποκειμενικό, γι’ αυτό και όσον αφορά τον δημόσιο χώρο έχουμε συγκεκριμένες διαδικασίες για να επιλύουμε διαφορές γούστου.
Και οι διαδικασίες αυτές είναι στην καρδιά του προβλήματος που ανέκυψε. Προσπερνώντας την περίπτωση των ατενίστας, το ζήτημα που ανακινείται εδώ είναι πολύ ευρύτερο και αφορά όλες τις αντίστοιχες περιπτώσεις εθελοντισμού και δράσεων από πολίτες στον δημόσιο χώρο της πόλης που διεκδικούν αν όχι την τυπική, θεσμική νομιμότητα, τουλάχιστον την κοινωνική συναίνεση. Το ερώτημα “ποιος τελικά αποφασίζει για τον Δημόσιο χώρο” θα επανέρχεται όλο και συχνότερα από δω και πέρα, καθώς η αστική συνθήκη γίνεται όλο και πιο διευρυμένη και πολυεπίπεδη, καθώς οι Δήμοι ασθενούν οικονομικά όλο και περισσότερο και η ευθύνη και εποπτεία του δημόσιου Χώρου γίνεται όλο και πιο βαριά και ασήκωτη γι’ αυτούς.
Ποιος λοιπόν δίνει το πιστοποιητικό νομιμότητας για δράση που αφήνει το αποτύπωμα της στον δημόσιο χώρο? (δεν κρίνονται, δηλ. εδώ οι παροδικές χρήσεις του δημόσιου χώρου, περφόρμανς χάπενινγκ, προσωρινές κατασκευές που αποσύρονται εντός συντόμου χρόνου). Είναι ο Δήμος, η γειτονιά, η κοινότητα? Δικαιούνται παράγοντες εξωτερικοί να ευεργετούν και να φιλανθρωπούν επεμβαίνοντας στην μορφή του δημόσιου χώρου? Τι τους νομιμοποιεί?
Η ερώτηση που ξεκινάει από τους ατενίστας είναι η ίδια που φτάνει μέχρι το ίδρυμα Ωνάση για να ρωτήσει αν δικαιούται ένα ίδρυμα ιδιωτικό να διοργανώνει διαγωνισμούς για το κέντρο της πόλης. Θα μπορούσε βεβαίως στην θέση του Ωνάση να βρισκόταν οποιοσδήποτε άλλος παράπλευρος φορέας του Δημοσίου που δεν είναι άμεσα εξουσιοδοτημένος με τον σχεδιασμό πόλης όπως το ΕΜΠ, κτλ. και η ερώτηση να παραμένει η ίδια.
Στο συγκεκριμένο παράδειγμα των ατενίστας η άδεια από τον Δήμο θα ήταν περιττή αν υπήρχε η συναίνεση της γειτονιάς. Ο Δήμος έρχεται ως ο ύστατος ρυθμιστής, όταν η γειτονιά δεν μπορεί να συναινέσει όχι ως προς τον ξενιστή, αλλά μεταξύ της. Αν όλη η γειτονιά συμφωνούσε σ’ αυτή την εξωτερικά προερχόμενη δράση, εκτός από έναν, έχει το δικαίωμα αυτός ο ένας να εγκαλέσει τον ξενιστή στον Δήμο? Και ποιου η απόφαση θα μετρούσε περισσότερο, της γειτονιάς ή του Δήμου?
Πλέον και ανά τον κόσμο η απάντηση φαίνεται να διαμορφώνεται ως “Η γειτονιά”. Μπορούμε να βρούμε πολλά παραδείγματα και πλατφόρμες τοπικής συνεργασίας. Εντός των διαδικασιών αυτών των πλατφορμών περιλαμβάνεται η ρύθμιση της διαφωνίας, η ψηφοφορία, η διαβούλευση. Έχει παραχωρηθεί δηλ. από τον Δήμο πέραν της γνωμοδοτικής και η αποφασιστική εξουσία για τοπικά ζητήματα, με την ευθύνη για την εκτέλεσή τους να μένει στον Δήμο.
Επί του ελληνικού παραδείγματος, από την δομή της κρατικής οργάνωσης, ορίζεται μεν ο όρος της τοπικής κοινότητας αλλά με διαδικασίες δύσκαμπτες, μη φιλικές προς τον χρήστη, τη στιγμή που τα αντίστοιχα μοντέλα λειτουργούν απλά και άμεσα μέσω ίντερνετ. Οι κάτοικοι εδώ, μάλλον, τείνουν περισσότερο στις άτυπες συνελεύσεις και οργανώσεις κατοίκων, που έχουν σαφώς πιο ευέλικτη λειτουργία από τις θεσμοθετημένες “τοπικές κοινότητες”. Είτε πρόκειται βέβαια για “τοπικές κοινότητες” ή για συλλογικότητες κατοίκων, την τελική απόφαση για όλα τα ζητήματα παίρνει ο Δήμος.
Αυτό ίσως γίνεται προβληματικό σε περιπτώσεις γειτονιών όπως πχ. του Μεταξουργείου ή της Κυψέλης, με δυο αντιμαχόμενα κινήματα γειτονιάς, που τυπικά κανένα δεν φέρει τα πιστοποιητικά της νομιμότητας, κάτι που σημαίνει πως οι κάτοικοι με τις περισσότερες προσβάσεις στον Δήμο αποφασίζουν τελικά για τον χώρο των υπολοίπων. Οι αναγνώσεις που δίνουν το ηθικό προβάδισμα στην μία ή στην άλλη είναι αυθαίρετες. Ο χάρτης του TEDx Human Grid δίνει το προβάδισμα στην συντηρητική πλευρά, εμφανίζοντας μόνο το ΚΜ για το Μεταξουργείο και το ILove Kypseli για την Κυψέλη, ενώ οι κινηματικοί χάρτες κάνουν το αντίθετο εμφανίζοντας μόνο το metaxourgeio.wordpress και την Δημοτική αγορά Κυψέλης. Προφανώς καμιά ομάδα δεν δικαιούται επειδή έχει τα μέσα και την πρόσβαση στην εξουσία και στην Δημοτική αρχή να αποφασίζει ενάντια στην άλλη. Προβλήματα σαν αυτό που προέκυψε στην γειτονιά του Κολωνακίου θα είχαν πολύ μεγαλύτερη συνέχεια, αν ήταν και οι κάτοικοι μεταξύ τους διχασμένοι. Και δεν θα έχουν λύση τα θέματα αυτά, αν δεν προβλεφθεί ένα σύστημα απλό και φιλικό που να επιτρέπει την δημοσία διαβούλευση των κατοίκων μεταξύ τους για τα θέματα της γειτονιάς τους. Ένα ενεργό δηλ. σύστημα ενεργούς γειτονιάς.
Ο Δήμος βέβαια θα παραμένει ως ο τελικός ρυθμιστής. Και έτσι πρέπει να είναι. Αν αποδώσουμε την απόλυτη ευθύνη στις γειτονιές, όπως έχει αποδειχθεί σε άλλα παραδείγματα από το εξωτερικό στο παρελθόν, θα καταλήξουμε σε μια ένταση ανισοτήτων στο χώρο, καθώς κάποιες κοινότητες θα έχουν πολύ περισσότερους πόρους από άλλες, όποτε ο δήμος οφείλει να μεριμνήσει για την δίκαιη κατανομή των πόρων. Αντίστοιχα οφείλει να είναι ο βαρύνων παράγοντας, στην περίπτωση που η γειτονιά ή η κοινότητα, είναι το κέντρο της πόλης όταν δηλ. εμφανίζει στοιχεία μητροπολιτικής κεντρικότητας, και οι εμπλεκόμενοι στην υπόθεση είναι πολύ περισσότεροι πέραν των κατοίκων.
Το ζήτημα βέβαια της Συμμετοχικής Δημοκρατίας σε επίπεδο γειτονιάς-κοινότητας είναι εξαιρετικά σύνθετο και ευρύ, παίρνει τοπικές εξειδικευμένες λύσεις σε διάφορα παραδείγματα που τώρα δοκιμάζονται στο εξωτερικό, ενώ για την Ελλάδα η ιδέα είναι σχεδόν άγνωστη και πολλά βήματα μένουν ακόμα να γίνουν, τόσο σε θεσμικές αλλαγές όσο και σε επίπεδο προσωπικό. Να καλλιεργηθεί μια εμπιστοσύνη, προς τις διαδικασίες αυτές, προς τις τεχνολογίες που τις επιτρέπουν και τον άλλο άνθρωπο. Αλλά όλα αυτό το ρεύμα που αναπτύσσεται στο εξωτερικό δείχνει πως μαλλον κι εμείς αργά ή γρήγορα θα συνηθίσουμε στην ιδέα αυτή.