Μετατοπίσεις του Δημόσιου χώρου/ The shifting public space

For English>>

Η συζήτηση για τη δημόσια τέχνη αντιμετωπίζει μια εξαιρετική δυσκολία καθώς χτίζεται πάνω σε ένα έδαφος διόλου στέρεο και δεδομένο, αυτό του δημόσιου χώρου. Η φύση του δημοσίου χώρου, από τη στιγμή που ο τελευταίος έγινε νοητός σαν όρος, που έγινε δηλ. δυνάμει δημόσιος, πεδίο αναπαράστασης της δημοκρατικής λειτουργίας και άρα υποκείμενος σε όλες τις αποχρώσεις της, βρίσκεται όπως άλλωστε και ο χαρακτήρας της ίδιας της δημοκρατίας διαρκώς υπό διερώτηση. Και ενώ η συζήτηση θεωρητικά μετατοπίζεται σε όλο και πιο άυλα πεδία- για τον Bruce Robbins [1] ο δημόσιος χώρος θα είναι πάντα ένα φάντασμα που ποτέ δεν είναι εκεί, υπαρκτό μόνο δια της απουσίας του-, στην καθημερινή πραγματικότητα η αναζήτηση του δημόσιου χώρου εντείνεται, με δήμους, εταιρείες και οργανισμούς να προσπαθούν να συλλάβουν τη φασμα-τική του παρουσία, περιχαρακώνοντάς την με όρους design, προγράμματα και αναπλάσεις για τον εξωραϊσμό τους.

Το τυποποιημένο και προβλέψιμο αποτέλεσμα δικαιώνει τους θρήνους πολεοδόμων και ανθρωπογεωγράφων που δηλώνουν πως ο δημόσιος χώρος, τουλάχιστον με τον τρόπο με τον οποίο τον γνωρίζαμε, έχει τελειώσει [2]- αν ποτέ ήταν εκεί. Η αναγνώριση του χαμένου πεδίου, πυροδοτεί εκ νέου την αναζήτησή του, χωρίς όμως να είναι βέβαιο αν μπορεί κάπου έστω και φευγαλέα το φάντασμα του δημόσιου χώρου να λάβει σάρκα και οστά, να χωρέσει στο σχήμα του πραγματικού και μαζί όλα τα περιεχόμενα αυτού να πάρουν το χρίσμα του δημόσιου: δημόσια τέχνη, δημόσιος διάλογος, δημόσια δράση.

Κωνσταντίνα Θεοδώρου, Public Domain, επιμέλεια Άρτεμις Ποταμιάνου & Γιώργος Παπαδάτος, έκδοση Lo and Behold,  2015, Αθήνα

Constantina Theodorou, Public Domain,
curated by Artemis Potamianou & Giorgos Papadatos, ed. Lo and Behold, 2015, NEON, Athens

Publicationss

Οι χαμένες πλατείες
Reclaim the streets
. Είτε ως σύνθημα του ομώνυμου ακτιβιστικού κινήματος διεκδίκησης των δρόμων υπέρ των πεζών, είτε ανανεωμένο και αναβαπτισμένο στο occupy movement, είτε, αντίθετα, ως πρόταγμα του προγράμματος του R.Giuliani, πρώην δημάρχου της Νέας Υόρκης [3] και πολλών άλλων μετέπειτα μιμητών του για εκκαθάριση των ανεπιθύμητων από το δημόσιο χώρο, το ίδιο ακριβώς πολεμικό σύνθημα της ανάκτησής του διαπερνά τη ρητορική των εκατέρωθεν διεκδικητών του. Και για τις δυο πλευρές, στο βάθος της αναζήτησης ενός ιδεώδους δημόσιου χώρου βρίσκεται πάντα η νοσταλγική ιδεαλιστική εικόνα της παραδοσιακής πλατείας, ή Αγοράς κατά το αρχαίο ελληνικό πρότυπο, η ευρωπαϊκή πλατεία. Σ’ αυτές και γι’ αυτές τις ιδανικές πλατείες δόθηκαν οι πρόσφατες μάχες της δημοκρατίας. Η μέγιστη αρετή αυτού του εκατέρωθεν φαντασιακού δημόσιου χώρου είναι η προσβασιμότητα για όλους, καθώς ο δημόσιος χώρος ενεργοποιείται από το πλήθος που τον γεμίζει.
Στο όνομα ακριβώς της προσβασιμότητας είναι που εκπίπτει το “δημόσιο”. Από την πλευρά της εξουσίας που τον νέμεται, ο δημόσιος χώρος για όλους μεταφράζεται σε ένα χώρο που προσκαλεί και ελκύει ενεργητικά το πλήθος, που δεν αρκεί απλώς να είναι εκεί. “Καλός δημόσιος χώρος” σημαίνει ποικιλία των χρήσεων, δεκτικό σχήμα, ιδιαιτερότητα κι ελκυστικότητα. Εδώ η τέχνη αναλαμβάνει να δημιουργήσει το τοπόσημο, να δημιουργήσει τις αιτίες να βρεθεί κανείς εκεί, με απόδειξη της επιτυχίας της τη διαρκή εικόνα ενός ζωηρού πλήθους. Οι στατιστικές μελέτες στους ιδιωτικούς δημόσιους χώρους (pops) της Νέας Υόρκης [4] δείχνουν πως η συγκεκριμένη διαχείριση καταλήγει σε ένα πολυπληθές μεν, αλλά πολύ ομοιογενές κοινό, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τη συστατική αρχή του δημόσιου ως ανοιχτού και υπό ερώτηση πεδίου μέσα στο οποίο και για το οποίο τα αντίθετα μπορούν να συγκρουστούν.

Η κοινή αποδοχή από τις αντικρουόμενες πλευρές μιας κατά βάθος αγαθής φύσης του δημόσιου χώρου ως τελικής συμφιλιωτικής ομπρέλας, ενός ιδανικού που πρέπει να επιτευχθεί, εκχωρεί τελικά τον “δημόσιο χώρο” στο οπλοστάσιο όσων θέλουν να τον καπηλευθούν. Για να επιτευχθεί αυτό το ιδανικό οι πιθανοί υπονομευτές της κοινωνικής συνοχής θα πρέπει να εξαφανιστούν. Αλλά προτού κανείς καταφύγει στις πρακτικές του stop-and-frisk, που εξαφανίζουν από τη δημόσια θέα τους δυνητικούς φορείς της ανομίας (αρκεί κανείς να μοιάζει ύποπτος για να συλληφθεί), ο ασφυκτικός έλεγχος του δημοσίου χώρου μπορεί να αφεθεί στο design και την τέχνη. Η υπερβολή τους υποβάλλει αδιόρατα και ασυναίσθητα τις ενδεδειγμένες ασφαλείς συμπεριφορές, καθορίζει τον τρόπο κίνησης και αφήνει έξω πολλούς που αισθάνονται αταίριαστοι σ’ αυτό το περιεχόμενο. Το καλλιτεχνικό πρόγραμμα, το artwashing, συμβάλλει στην αποφόρτιση του δημόσιου, υποβάλλει μια μουσειακή συμπεριφορά στο πλήθος που γίνεται κοινό, χάνει δηλαδή την ισότιμη σχέση στην συν-δημιουργία του δημόσιου χώρου και τίθεται απέναντι ως καταναλωτής του. Ο χώρος είναι πάντα γεμάτος από ένα περιεχόμενο, δεν είναι ποτέ ο κενός χώρος του Lefort όπου η δημοκρατία μπορεί να συμβεί.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο σχεδόν αυτοαναιρούμενος διαγωνισμός ιδεών με τίτλο “designing for free speech” [5] στη Νέα Υόρκη το 2014, που επηρεασμένος από τον επαναστατικό αναβρασμό γύρω από τις πλατείες προτείνει κατασκευές στο δημόσιο χώρο που ευνοούν τον ελεύθερο λόγο, προκαθορίζουν δηλαδή τρόπους και σημεία όπου μπορεί κανείς να είναι ελεύθερος, ακυρώνοντας την ουσία του δημόσιου χώρου ως δοχείου του ελευθέρου λόγου και την ελευθερία του λόγου να δημιουργεί ο ίδιος το χώρο γύρω του.

Πιθανά εναλλακτικά σχήματα για έναν δημόσιο χώρο
“Planning is in clash with democracy” [6] έγραφε το 1944 ο F.Hayek, καταδικάζοντας τον ολοκληρωτικό σχεδιασμό που εκείνη την εποχή εξέφραζαν τα καθεστώτα –κομμουνιστικό και ναζιστικό-, χωρίς να μπορεί να προβλέψει ότι τα αντίθετά τους, οι αυτοσχέδιες διατάξεις της ελεύθερης αγοράς θα οδηγούσαν αργά ή γρήγορα σε εξίσου απόλυτα σχεδιασμένους χώρους, περιβάλλοντα και ελεγχόμενες συμπεριφορές. Η διαπίστωση αυτή ωστόσο, διαβασμένη στην πρώτη της αφέλεια, θα μπορούσε να οδηγήσει την επαναστατική φαντασία σε μια αναζήτηση του δημόσιου χώρου πέρα από τις αλωμένες πλατείες, στις ακόμη ασχεδίαστες και δίχως σχήμα εκτάσεις ενός πλανήτη που πλέον υπόκειται πλήρως στη συνθήκη του αστικού. Μια τεράστια έκταση εν σπέρματι δημόσια, αστική αλλά όχι ακόμα πόλη.

Ο μοντερνισμός αναγνώρισε νωρίς αυτή τη δυνατότητα του αχανούς τερέν που απλωνόταν μπροστά του. Το βέλος της προόδου προβλεπόταν γραμμικό και οι πόλεις σχεδιάζονταν να μεγαλώνουν επ’ άπειρον με προοπτική την τελική τους ένωση, τα κτίρια να πλέουν σε ελεύθερο χώρο και το κενό να περισσεύει. Ακόμα και η ιδέα της ουτοπίας αλλάζει: η περίκλειστη, περιτειχισμένη πόλη, δίνει τη θέση της στην αενάως μετακινούμενη “πόλη που περπατάει” των Archigram και στις εξαπλούμενες παιγνιώδεις διατάξεις των καταστασιακών. Ενώ φαινομενικά βρίσκεται πιο κοντά σε μια σύλληψη του χώρου ως το κενό δοχείο της Δημοκρατίας, το μοντέρνο μισήθηκε και κατακρίθηκε ως ολοκληρωτικό.

Ο χώρος είναι κενός αλλά oι τρόποι, οι συμπεριφορές είναι και πάλι καθορισμένες. Ο χώρος του μοντέρνου, όπως για παράδειγμα εκφράστηκε από τον Le Corbusier στη Χάρτα των Αθηνών, αρνείται την δυνατότητα της αυτορρύθμισης και τη δημοκρατική λειτουργία, ορίζοντας τέσσερεις λειτουργίες της Λειτουργικής Πόλης: την αναψυχή, την κατοικία, την εργασία, την κυκλοφορία. Σε μια πρώτη κριτική του 1954 ο Δεσποτόπουλος προτείνει την αντικατάσταση της λειτουργίας της αναψυχής με την “κοινωνική ζωή”, αναγνωρίζοντας ορθώς τη δυνατότητα της αρχιτεκτονικής να φτιάχνει κοινωνικό χώρο, όχι όμως και δημόσιο. Ο δημόσιος χώρος βρίσκεται πέραν της διαμάχης του σχεδιασμένου και ενάντια στο μη σχεδιασμένο. Χρειάζεται αυτό που θα τον κάνει ορατό, αυτό που θα του δώσει σχήμα, το “δημόσιο” σχήμα, το οποίο όμως δεν συναρτάται με την προσβασιμότητα, τη φιλικότητα, την πυκνότητα των χρήσεων και όλα όσα μπορούν κατά τα άλλα να εξασφαλίσουν τον “κοινωνικό χώρο”.

Elena Bajo, Title: From a ruin into a monument,
Public Domain,exhibition curated by Artenis Potamianou & Giorgos Papadatos , Milkshake Agency, Genève, 2014

Σβήνοντας και ξαναγράφοντας τον “Δημόσιο Χώρο”
Αυτό που εδώ και αιώνες δίνει σχήμα στο δημόσιο είναι η πύκνωση των κινήσεων και δράσεων γύρω από σημεία, η οποία καθώς παγιώνεται μέσα στο χρόνο, συνθέτει το συμβολικό φορτίο που κάποια στιγμή τίθεται προς διεκδίκηση.

Είναι αυτή ακριβώς η στιγμή που αναδύεται ο δημόσιος χώρος, που γίνεται το σημείο πάνω στο οποίο και για το οποίο μπορούμε να διαφωνήσουμε, το οποίο μπορούμε να διαγράψουμε ακόμα απ’ το χάρτη. Η διαγραφή δεν είναι εύκολη. Η παγιωμένη συνήθεια έχει μια ανυπέρβλητη ισχύ. Αυτή έχει παραγάγει τους τωρινούς συμβολικούς και προς ανάκτηση δημόσιους χώρους, αυτή εξηγεί την εμμονή των occupy movements να εγγράψουν την παρουσία τους στο χώρο παραμένοντας εκεί, προσθέτοντας κι άλλο συμβολικό βάρος εκεί που ήδη περισσεύει, αρνούμενοι να το εκχωρήσουν.

Φαίνεται όμως πως η διαγραφή είναι η μόνη διέξοδος σ’ αυτή τη διαμάχη για τους χαμένους δημόσιους χώρους: η απο-εγγραφή του χώρου από δημόσιο, η αφαίρεση των ροών και των κινήσεων που τον κάνουν τέτοιο, η μετατόπιση του δημόσιου. Συμβαίνει ήδη σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα με τις ίδιες τις πόλεις, ολόκληρες περιοχές να εξαφανίζονται από τον χάρτη, να κατεδαφίζονται, να επιστρέφουν στο δάσος και να εμφανίζονται αλλού. Σε έναν κυματισμό η επιφάνεια του πλανήτη γίνεται και ξεγίνεται πόλη. Το ίδιο και ο δημόσιος χώρος. Σε μια αντιφατική τους δράση το Δεκέμβριο του 2014, η οποία ξεσήκωσε τη διαμαρτυρία του κοινού, οι BLU έσβησαν ένα ιστορικό τους γκράφιτι στο Βερολίνο που είχε μετατραπεί σε τοπόσημο στα πλαίσια μιας διαδικασίας εξευγενισμού, διαμαρτυρόμενοι ακριβώς γι’ αυτό και δίνοντας το σήμα για την αναζήτηση του δημόσιου κάπου αλλού.

Στην αναζήτηση αυτή, σε τούτη τη διαδικασία της μετατόπισης, χρειάζεται ένας κώδικας πλοήγησης, κάτι που να υποδεικνύει το σημείο στο οποίο ο χώρος θα βγει από την in-vitro του κατάσταση, ανασύροντας τον στην σφαίρα του δημόσιου. Κι είναι πολλές φορές η τέχνη που φανερώνει αυτή τη δυνατότητα, που βάζει τα σημεία στο χάρτη, κάνοντας ορατό αυτό που πριν δεν ήταν, που ανοίγει δηλαδή τη συζήτηση. Στα «ρετάλια» του αστικού, του όχι-ακόμα-δημόσιου, μπορεί για λίγο να στρέψει το βλέμμα και τις κινήσεις η τέχνη. Αυτό που ακολουθεί είναι ο αναμενόμενος κύκλος: οι σημασίες συσσωρεύονται κι όταν πια αυτές στερεώνονται έρχεται η ώρα που το ερώτημα του δημόσιου χώρου τελειώνει, η ώρα να τεθεί καινούριο κάπου αλλού. Είναι αυτό ο δημόσιοςχώρος; Αν η απάντηση έρθει με βεβαιότητα πολύ πιθανό θα είναι λάθος. Ο δημόσιος βρίσκεται πάντα σε διαδικασία ανάκτησης. Ανακτημένος είναι κιόλας χαμένος μέσα στη σφαίρα προστασίας του.

Ιανουάριος 2015

Αναφορές
[1] Bruce Robbins, “Introduction: The Public as Phantom.” , ed. Bruce Robbins, The
Phantom Public Sphere. Minneapolis and London: University of Minnesota Press: vii–
xxvi, 1993
[2] Bernd Belina, “Ending Public Space as we know it”, Social Justice, 2011-12, Vol. 38,
Nos. 1-2, 13-27
[3] “Police Strategy No. 5, Reclaiming the Public Spaces of New York”, το κοινό
πρόγραμμα δράσεων του Rudolph Giuliani και του Αστυνομικού Διευθυντή William
Bratton, 1994
[4] Jeremy Németh – Stephen Schmidt, «The privatization of public space: modeling
and measuring publicness», Environment and Planning B: Planning and Design, 2011, 38
(1), 5-23
[5] http://designingforfreespeech.org/
[6] Friedrich Hayek, “The Road to Serfdom,” The Reader’s Digest, Vol. 46, No. 276, April 1945, 3.


.

The shifting Public Space

The debate around public art has to deal with the exceptional difficulty of being founded upon a ground that is anything but solid: that of public space. Once public space had been understood as a term, becoming potentially public, a representation of the function of democracy and hence subject to all its nuances, it remained constantly in question, much like democracy itself. And while the theoretical debate moves into increasingly intangible realms —to Bruce Robbins [1], public space will always be a spectre that was never there, existing only through its absence— in real life the quest for public space is stepped up as local authorities, companies and organisations try to capture its spectral presence and delineate it in the form of designs, programmes and redevelopments for better public spaces. The standardised, predictable results vindicate the laments of urban planners and human geographers who claim that public space as we knew it is finished [2] – if, indeed, it ever existed . The recognition of what is lost re-triggers the search for it, although it is not certain whether the spectre of public space can ever become tangible, even fleetingly; whether it can fit into the pattern of reality and have all its contents gain the designation ‘public’ – public art, public debate, public action.

The lost squares
Reclaim the streets. Whether as a slogan of the activist movement of that name which claimed the streets for pedestrians or in its subsequent guise as the ‘occupy movement’ or, conversely, as the beacon in the programme of former New York mayor R. Giuliani [3] and his many subsequent imitators who pledged to remove the ‘undesirables’ from public space, the very same war cry about reclaiming public space permeates the rhetoric of both sides. At the back of all those quests for an ideal public space there is always this nostalgic, idealistic image of the traditional square, the ancient Greek Agora, the European square. It was on these, and for these, squares that the recent battles of democracy were fought. The greatest virtue of this ideal public space is its accessibility to all, since public space is activated by the crowds that fill it.

It is precisely in the name of accessibility that the ‘public’ aspect is debased. On the part of the powers that manage it, a public space for all translates into a place that invites and actively attracts a crowd of people for whom it is not enough to just be there. “Good public space” means variety of uses, receptiveness, individuality and attractivenes, and this is where art undertakes to create the landmark, provide the reasons to go there, the measure of success being a sustained picture of lively crowds. Statistical surveys [4] in New York’s privately owned public spaces (POPS) show that this type of management results in large but too homogeneous crowds, which goes against the defining principle of the ‘public’ as an open, in-question field in which -and over which – the opposites can clash.

Since both sides agree on the ultimately benign nature of public space as a conciliatory umbrella, as an ideal to be attained, “public space” ends up in the arsenal of those who wish to exploit it. Achieving this ideal means eliminating all possible subverters of social cohesion; but before resorting to stop-and-frisk practices to remove from public view any possible source of lawlessness (anyone who looks suspect is arrested), the tight control of public space can be left to design and art. Their imposing nature subtly and unconsciously dictates the appropriate safe behaviours, determines the way people move and leaves out those who feel foreign in this context. “Artwashing” helps defuse the public aspect, prompting a museum-like behaviour; the crowd turns into an audience, i.e. loses its status as co-creator of public space and becomes its consumer. The space is always filled with a content, it never is Lefort’s empty space where democracy can occur.

A typical example is the almost self-negating competition “designing for free speech” [5] in New York in 2014 which, influenced by the whole revolutionary turmoil around squares, proposes public-space structures that promote free speech, i.e. designate ways and locations where one can be free: this disregards the fact that public space is a receptacle of free speech, anyway, and that speech is free to create its own space around it.

Alternatives patterns for public space
“Planning is in clash with democracy”, [6] wrote F. Hayek in 1944, denouncing the totalitarian planning promoted by contemporary regimes (Communism, Nazism); what he could not predict was that their opposites, the improvised mechanisms of the free market, would lead sooner or later to equally fully-planned spaces and controlled behaviours. Hastily and naively read, however, this realisation could steer revolutionary imagination into seeking public space beyond the surrendered squares in the still-undesigned, shapeless expanses of a planet which is now fully subject to the urban condition. A vast area, inherently public, urban but not yet a city.

Modernism was quick to recognise the potential of that vast terrain that spread before it. The vector of progress was seen as linear, cities were designed to grow ad infinitum with the ultimate prospect of fusing together, the buildings floated in free space and emptiness was abundant. Even utopias change, the enclosed, walled city giving way to the Archigram’s itinerant “walking city” and the expanding playful structures of the situationists. While apparently closer to a perception of space as the empty vessel of Democracy, the modern was hated and denounced as totalitarian.

The space is empty but the ways, the behaviours are still predetermined. Modern space, as expressed by Le Corbusier in the Athens Charter, rejects the possibility of self-regulation, the democratic function, and sets the four functions of the Functional City: dwelling, work, recreation and transport. In a first critique in 1954, Despotopoulos proposes that recreation be changed to “social life”, correctly recognising the power of architecture to construct social space but not public space. Public space lies beyond the conflict between designed and non-designed. It needs something to render it visible, to give it shape — a public shape, albeit one that is not associated with accessibility, friendliness, density of uses and everything else that could otherwise ensure a “social space”.

Elena Bajo | Title: From a ruin into a monument Location:Fondazione Antonio Ratti, Ex-Ticosa, Como, Italy Date: 2008, Time: –

Elena Bajo, Title: From a ruin into a monument ,
Public Domain,exhibition curated by Artenis Potamianou & Giorgos Papadatos , Milkshake Agency, Genève, 2014

Εrasing and rewriting “Public Space”
What has been shaping the public for centuries is the concentration of motions and actions around points, which becomes established over time to put together the emotional charge that will eventually be claimed. It is the very moment when public space emerges and becomes the point around (and about) which we can argue, and which we can even erase from the map. Erasure is not easy. Entrenched habit is very powerful: it is what has produced the current symbolic and reclaimable public spaces; it is also what explains the occupy movements’ insistence to inscribe their presence in the space by remaining there, adding to an already excessive symbolic weight and refusing to give it away.

Yet it seems that deletion is the only option in this conflict over lost public spaces; to de-characterise the space as public, to remove the flows and actions that make it public — to shift the public out. It is already happening on a much bigger scale with cities themselves: entire areas vanish from the map, are torn down, return to forest and reappear elsewhere. As in a wave the surface of the planet becomes a city and back again — and so does public space. In a controversial action in December, 2014, amidst much protest from the public, BLU erased one of their historical graffiti in Berlin, which had become a landmark in the context of a gentrification process, in order to protest against exactly that and give the signal for seeking the public somewhere else.

What this process of shifting needs is a navigation code, something to designate the point where the space will come out of its in-vitro state and into the public sphere. And it is often art that reveals this possibility, setting the points on the map, rendering visible what was not, i.e. opening the debate. Art can momentarily turn the gaze and the motions to the urban ‘scraps’, to the not-yet-public. What follows is the usual cycle: the meanings pile up, and once they have solidified there comes a time when the question of public space is over and it’s time to pose a new one somewhere else. Is this a public space? If the answer is too emphatic, it is probably wrong. Public space is always to be reclaimed. Once reclaimed, it is already lost in its protective sphere.

January 2015

References
[1] Bruce Robbins, “Introduction: The Public as Phantom.” , ed. Bruce Robbins, The
Phantom Public Sphere. Minneapolis and London: University of Minnesota Press: vii–
xxvi, 1993
[2] Bernd Belina, “Ending Public Space as we know it”, Social Justice, 2011-12, Vol. 38,
Nos. 1-2, 13-27
[3] “Police Strategy No. 5, Reclaiming the Public Spaces of New York”, the common action plan  by Rudolph Giuliani and Chief Police Officer William Bratton, 1994
[4] Jeremy Németh – Stephen Schmidt, «The privatization of public space: modeling
and measuring publicness», Environment and Planning B: Planning and Design, 2011, 38
(1), 5-23
[5] http://designingforfreespeech.org/
[6] Friedrich Hayek, “The Road to Serfdom,” The Reader’s Digest, Vol. 46, No. 276, April 1945, 3.

Advertisement