Τυπολογία της Αθηναϊκής Πολυκατοικίας

Περιγραφή της εξέλιξης των κατόψεων και των όψεων της μεταπολεμικής Αθηναϊκής πολυκατοικίας σύμφωνα με τους ανά εποχή ΓΟΚ.
[Πηγή εικονογράφησης: Richard Woditsch, Plural. Public and Private Spaces of the Polykatoikia in Athens, Διδακτορική διατριβή, TU Berlin 2009, σσ. 74-5]

πιν1 πιν2

 

/Εξέλιξη τυπολογίας πολυκατοικιών 1920 – 1955

Από την διπλωματική εργασία με τίτλο “Από την πολυκατοικία στο τετράγωνο: Ένα μοντέλο επαναδιαπραγμάτευσης του δημόσιου και του ιδιωτικού” | Μάνος Αργύρης – Θάνος Μακρυνικόλας

 

1919

Προς το τέλος της δεκαετίας του ’20, θεσπίζεται μια σειρά νόμων, οι οποίοι υα πάιξουν ρόλο στη μετέπειτα οικοδομική πορεία της Αθήνας. Η αρχή γίνεται το ’23 με τον νόμο περί «σχεδίων πόλεων, κομών και συνοικισμών του κράτους και οικοδομής αυτών», ο οποίος ορίζει για πρώτη φορά μέσω ρυμοτομικών σχεδίων τη σχέση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού. Το ’27 ψηφίζεται ο νόμος περί «συστάσεως οικοδομικών συνετιαρισμών» και ακολούθως το διάταγμα περί «της κατ’ ορόφους ή διαμερίσματα ιδιοκτησίας» και τέλος το 1929 ψηφίζεται ο πρώτος Γενικός Οικοδομικός Κανονισμός, το πρώτο δηλαδή συστηματικό κείμενο της τότε ελληνικής κτηριοδομικής νομοθεσίας. Στον ΓΟΚ αυτόν, ορίζονται για πρώτη φορά έννοιες και ρυθμίσεις που υπάρχουν μέχρι σήμερα και καθορίζουν το δομημένο περιβάλλον. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές συμπυκνώνονται στα εξής:

1922

Στον ΓΟΚ του 1929 ορίζεται το οικοδομικό τετράγωνο ως ελάχιστη μονάδα συγκρότησης της πόλης, κάτι το οποίο βέβαια ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε ως τέτοιο. Εισάγονται για πρώτη φορά συστήματα δόμησης στην πόλη (συνεχές, πανταχόθεν ελεύθερο, μικτό κ.α.). Ορίζεται ο ενιαίος συντελεστής δόμησης με αποτέλεσμα να μειώνεται η συνολική δομήσιμη επιφάνεια σε σχέση με το βασιλικό διάταγμα του ’22. Δεν καθορίζεται κάποιος συντελεστής κάλυψης και δεν απαιτείται ενιαίος ακάλυπτος χώρος με αποτέλεσμα ο κτισμένος όγκος να προκύπτει βάση των διατάξεων που αφορούν την ελεύθερη θέα και τον αερισμό των χώρων, με αποτέλεσμα η κάλυψη να φτάνει στο 80-90% του οικοπέδου, κάτι που αποτέλεσε το υψηλότερο ποσοστρό κάλυψης διαχρονικά. Προβλέπεται διάταξη για τον υπαίθριο χώρο ή για αυλή. Διαιρούνται και καθορίζονται τα ύψη σε δύο ειδών, το συνολικό ύψος και το ύψος της πρόσοψης, εισάγοντας δηλαδή σιγά σιγά την έννοια του ιδεατού στερεού. Υιοθετούνται μορφολογικά στοιχεία όπως έρκερ, τα οποία ποτελούν προεξοχές του όγκου της πολυκατοικίας, σαν κλειστοί εξώστες, και πιο συγκεκριμένα η πρόβλεψη είναι για δρόμους με πλάτος έως 7,5μ. έρκερ πλάτους έως 1,4μ. Προβλέπονται ανοικτοί εξώστες με πλάτος έως 1,10μ. και μήκος έως και τα 3/4 του συνολικού μήκους της πολυκατοικίας.

1929

Μεσω λοιπόν αυτών των νόμων και διατάξεων παρατηρείται από στατιστικά της εποχής ότι η χρηματοδότηση των νέων οικοδομών επιμερίζεται ως εξής: Το 76% των οικοδομών χρηματοδοτείται απ’ ευθείας από τον τελικό ιδιοκτήτη, μιας και είναι στόχος και αναγκαιότητα της εποχής να κατέχει ο καθένας το σπίτι του, αλλά και ως κατάλοιπο μιας προηγούμενης φάσης οικοδόμησης είναι σύνηθες να συμμετέχει ενεργά ο κάτοικος στην οικοδόμηση του σπιτιού του. Το 7% δομείται μέσω αντιπαροχής, η οποία εμφανίζεται αρχικά στα χρόνια του μεσοπολέμου, περισσότερο βέβαια με τη μορφή της παροχής οικοπέδου για ανέγερση πολυκατοικίας, παρά της αντιπαροχής ήδη κτισμένου οικήματος. Το 17% προβαίνει στην σύμπραξη για αυτοστέγαση, δηλαδή μαζεύονται οι μικροκεφαλαιούχοι και από κοινού συμπράττουν για να χτίσουν κάποια πολυκατοικία, στην οποία κατέχουν αντίστοιχα ποσοστά με τα αρχικά διατεθειμένα από αυτούς κεφάλαια.

1955 – 1985

1955

Σε αυτή την εποχή η κρατική σταρτηγική και παρέμβαση περιορίστηκε στην καθολική υποστήριξη της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, μέσω της διαδικασίας της αντιπαροχής. Η διαδικασία αυτή. η οποία είχε αρχίσει την εμφάνισή της δειλά δειλά εδώ και δύο δεκαετίες περιγράφει μια συμφωνία ανταλλαγής μεταξύ ενός κατασκευαστικού επιχειρηματία, ο οποίος τις περισσότερες φορές διαθέτει ένα μικρό αρχικό κεφάλαιο, και μεταξύ ενός οικοπεδούχου – ιδιοκτήτη παλιάς κατασκευής, ο οποίος με τη σειρά του παρέχει τα δικαιώματα εκμετάλλευσης του εδάφους ή του παλαιού κτίσματος. Ως αποτέλεσμα προκύπτει μια πολυκατοικία για κατοίκιση ή οικονομική εκμετάλλευση, η οποία καλύπτει και τα δύο μέρη της συμφωνίας. Τον επιχειρηματία γιατί κάνει μια χαμηλού κόστους επένδυση, η οποία αποδίδει απόλυτα και εγγυημένα, και τον ιδιοκτήτη γιατί χωρίς κανένα κόστος αυξάνει την περιουσία του αλλά και παρέχει στον εαυτό του ένα πιο σύγχρονο σπίτι για διαμονή.

1973

Η διαδικασία αυτή σε μία περίοδο όπως η δεκαετία του ’50 όπου οι κρατικοί μηχανισμοί απέβλεπαν στη δημιουργία μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας, ήταν το μέσο για την επίτευξή της. Η οικοδομή ως επένδυση, ήταν προνομιακός χώρος διοχέτευσης των αποταμιεύσεων και ένα πολύ ευνοϊκό πεδίο οικονομικής δραστηριότητας των μικροαστικών στρωμάτων. Η διευκόλυνση των στρωμάτων αυτών και η προοπτική για άμεση και χωρίς κόπο και κόστος οικονομική ανέλιξη, οδήγησε σε μια ευρύτατη κοινωνική συναίνεση, η οποία συνοδεύτηκε και με μια πληθώρα ρυθμίσεων από πλευράς του κράτους γύρω από την κατασκευή όπως: Η ανοχή στην τυχαία κατάτμηση και μετέπειτα μεταπώληση της περιαστικής γης από τους οικοπεδούχους. Η ένταξη στο σχέδιο πόλης περιοχών με αυθαίρετες κατοικίες, με αποτέλεσμα και την κοινωνική ενσωμάτωση των ιδιοκτητών τους. Η απαλλαγή της αντιπαροχής από φορολογικές επιβαρύνσεις. Η υψηλή φορολόγηση της μεταβίβασης ακινήτων με αποτέλεσμα την αποθάρρυνση της αγοραπωλησίας μεταχειρισμένων κατοικιών ώστε να συμφέρει η αντιπαροχή. Οι ανύπαρκτοι έλεγχοι ποιότητας της κατασκευής, με αποτέλεσμα ποι εργολάβοι κατασκευαστές να συμπιέζουν το κόστος προς τα κάτω χωρίς καμία επίπτωση.

Η συγκυρία λοιπόν της δεκαετίας του ’50, οδήγησε μέσω της διεκόλυνση στην απόκτηση στέγης και μικρού κεφαλαίου, στην συρρίκνωσης μιας προηγούμενης εικόνας, όπου οι ευρύτερες περιοχές της Αθήνας απεικόνιζαν εντονότερα μια κοινωνική/ταξική κατανομή στον χώρο. Μέσω της συνεχούς ανοικοδόμησης με το παραπάνω μοντέλο η Αθήνα πλέον αποκτούσε μια ενιαία μορφή η οποία έτεινε να απαλείψει τα μέχρι πρότινος δύο άκρα (αριστοκρατικές – εργατικές περιοχές). Το αποτέλεσμα ήταν να αμβλυνθούν οι  κοινωνικές διαιρέσεις στον χώρο και να κρυφτούν πίσω από την μεταπολεμική, πολλά υποσχόμενη, πολυκατοικία.

Στον ΓΟΚ του 1955, ο συντελεστής κάλυψης καθορίζεται στο 70% του οικοπέδου. Τα ρετιρέ μπορούν να είναι πολυάριθμα με μόνο περιορισμό την υποχώρησή τους κατά 2,5μ. από τον προκείμενο όροφο. Οι εσωτερικές αυλές καταργούνται, όπως επίσης και οι προηγούμενες διατάξεις του ’29 περί θέας και αερισμού των πολυκατοικιών. Ο φωταγωγός εκφυλίζεται στις ελάχιστες πλέον δυνατές διαστάσεις της τρύπας του 1,20μ. επί 1,20μ. (όλοι οι κατασκυαστές διατηρούν αυτές τις μίνιμουμ διαστάσεις). Τα μέγιστα ύψη καθορίζονται με βάση τη διαίρεση των τομέων. Ο συντελεστής δόμησης αυξάνεται με νόμο του 1968 επί χούντας κατά 20-40% για καλύτερο φωτισμό, αερισμό, ηλιασμό, κάτι που πραγματοποιείται μάλλον για λόγους εξαγοράς της κοινωνικής ειρήνης.

Στον ΓΟΚ του 1973 σε γενικές γραμμές επαναλαμβάνεται το προηγούμενο νομικό πλαίσιο, εμπλουτισμένο με νέους νόμους που εισάγουν τους όρους εμφάνισης του πύργου κατοικιών, κυρίως εκτός του ιστορικού κέντρου της Αθήνας. Η πολυκατοικία ανάγεται σε καθολικό πρότυπο οργάνωσης του χώρου, μιας και αυτή κάλυπτε τις ανάγκες εκείνης της εποχής, και σε επίπεδο στέγασης αλλά και σε υποσχόμενης κοινωνικής ανέλιξης. Η πολυκατοικία εξάλειψε μέσα στην ενιαία μορφή της την υπαρκτλή ως τότε χωρική ταξική διαίρεση της κοινωνίας και την εξέλιξε σε διαστρωμάτωση καθ’ ύψος. Τα δίπολα των εργατικών – αριστοκρατικών περιοχών, αλλά και των βιομηχανικών/εμπορικών περιοχών – περιοχών κατοικίας αναμείχθηκαν και επαναπροσδιορίστηκαν καθ’ ύψος. Πλέον στο εσωτερικό μιας τυπικής αθηναϊκής πολυκατοικίας του ’60 συναντάται τόσο μια ποικιλία χρήσεων, όσο και διαφορετικά επίπεδα πολυτέλειας ανάμεσα στα διαμερίσματα. Αυτή η κατάσταση υπό μία σκοπιά έδωσε ένα ενιαίο αισθητικό αποτέλεσμα στην εικόνα της πόλης, αναδεικνύοντας την πολυκατοικία ως κυρίαρχο μοντέλο αισθητικής, που διατηρούσε και αναπαρήγαγε τις αρχές του μοντέρνου κινήματος (αν και εκφυλισμένες) φτιάχνοντας έναν ενιαίο καμβά φόντου της πόλης.

Από την άλλη πλευρά, η πολυκατοικία συμβολίζει τον θρίαμβο την ατομικότητας και της κοινωνικής αποξένωσης πάνω στο κουφάρι του (σε ένα βαθμό) ως τότε συλλογικού, με ότι ερμηνείες μπορεί αυτό να χωρέσει. Είτε αυτές οι ερμηνείες είναι η λογική ατομικού χτισίματος και της ατομικής διαπραγμάτευσης του καθενός για το πώς θα ωφεληθεί ο ιδιοκτήτης, είτε είναι η εσωστρέφεια που παράγει το μοντέλο της πολυκατοικίας με την ανύψωση του ατομικού διαμερίσματος – καταφυγίου, έναντι του εκφυλισμένου κοινόχρηστου – δημόσιου χώρου. Είτε ακόμα και με το ότι η πολυκατοικία με την επικράτησή της κατόρθωσε να πατήσει πάνω στη συλλλογική μνήμη των διαφορετικών χαρακτήρων και χρωμάτων της κάθε περιοχής και κατόρθωσε να καλλιεργήσει όνειρα πλουτισμού σε πολλά κομμάτια της κοινωνίας.

1985 – 2000

1985

Ο ΓΟΚ του 1985 εισάγει για πρώτη φορά την έννοια του ιδεατού στερεού, δεν περιορίζει τη μορφολογία των κτιρίων, καθώς και πριμοδοτεί την ύπαρξη συγκεκριμένων χώρων, όπως η πιλοτή και η κοινόχρηστη αίθουσα, με ποσοστό +40% επί της δομήσιμης επιφάνειας. Πριμοδοτεί επίσης την ύπαρξη ημιυπαίθριων χώρων και εξωστών με 20% επί του συντελεστή δόμησης. Προβλέπει την ελευθερία τοποθέτησης του κτιρίου μέσα στο οικόπεδο (με βάση πάντα το νοητό στερεό), χωρίς απαραίτητα να εφάπτεται στην οικοδομική γραμμή, με τον συντελεστή κάλυψης να παραμένει στο 70%. Προβλέπει ακόμα ως προς την τοποθέτηση της οικοδομής την υποχώρησή της προς τα μέσα, ώστ βάση του νοητού στερεού να προκύπτει ακόμα ένας τυπικός όροφος, αδιαφορώντας βέβαια για την επιβάρυνση του ακάλυπτου, ο οποίος μοιραία συρρικνώνεται. Προβλέπει τέλος μεγαλύτερους σε πλάτος  εξώστες.

2000

Η πιλοτή από τη δεκαετία του ’70 έχει αρχίσει να διαδίδεται, και τώρα γίνεται ευρέως διαδεδομένη, δίνοντας τη δυνατότητα πολύπλευρων συσχετίσεων ανάμεσα στον ακάλυπτο και τον δρόμο και αποτρέποντας παράλληλα την άμεση επαφή της κατοικίας με το δρόμο. Στην πράξη όμως δεν πήρε αυτά τα χαρακτηριστικά, κυρίως λόγω υλοποίησης (σχήμα, φωτεινότητα, ύψος, περιοριστικά κιγκλιδώματα, parking, κ.λπ.). Η συνεχής προμοδότηση συντελεστών κάλυψης και δόμησης, σαν κίνητρο από την πολιτεία για πιο βιώσιμες πολυκατοικίες και γειτονιές είχε εν τέλει αντίθετες συνέπειες. Τις περισσότερες φορές αυτό το κίνητρο χρησιμοποιήθηκε από τους εργολάβους, κατόπιν απαίτησης του κοινού, στην εξάντληση των δομίσιμων τετραγωνικών και οδήγησε στην προσαύξηση συνολικά του δομημένου περιβάλλοντος της πόλης. Οι όποιες νομικές προβλέψεις για ενεργό και ενοποιημένο τετράγωνο κατέληξαν να μην εφαρμόζονται, κάτω από τη σκιά της θεοποίησης του προσωπικού – ιδιωτικού χώρου και της υπέρμετρης ζήτησής του από τους μηχανικούς.

Ιδιαίτερο ρόλο στη δημιουργία της νέας πραγματικότητας της Αθήνας έπαιξε και το lifestyle των δεκαετιών του ’80 και του ’90, προβάλλοντας πρότυπα οικιακού καταναλωτισμού που μοιραία οδήγησαν σε έναν προσανατολισμό περισσότερο στο «μέσα» του διαμερίσματος της πολυκατοικίας (διακόσμηση, έπιπλα, χρώματα κ.λπ) και σε μια αδιαφορία για το «έξω» (κοινόχρηστοι χώροι, κ.λπ.). Χαρακτηριστικό της εποχής, που διαμόρφωσε το αθηναϊκό τοπίο είναι και η επιζητούμενη «μοναδικότητα» της κατασκευής. Με τον όρο αυτό περιγράφεται η συνολική απογοήτευση του κατοίκου – πελάτη από την «μονοτονία» και το «γκρίζο» της πολυκατοικίας του ’60 και η αναζήτηση στις νέες πια πολυκατοικίες της μοναδικής, απόλυτα «κεντροβαρικής» μορφής, που θα εξυπηρετεί και την «μοναδικότητά» του. Η κυρίαρχη αυτή λογική τροφοδότησε τη χρήση κάθε λογής χρωμάτων, μορφών, σχημάτων, παραδοσιακών στοιχείων ή και το συνδυασμό όλων μαζί, προς τέρψιν του αγοραστικού κοινού.

Advertisement