Κωνσταντίνα Θεοδώρου
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ, Η ΔΟΜΗ ΚΑΙ Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Η ερώτηση “τι είναι προβληματικό στην Αθήνα σήμερα” μπορεί να απαντηθεί με πολλούς τρόπους, είτε εστιάζοντας σε όλα τα τοπικά, σημειακά προβλήματα, είτε ορίζοντας ένα ευρύτερο σχήμα, μέσα στο οποίο μπορούν να βρουν θέση και να αντιμετωπιστούν τα επιμέρους. Ως ένα τέτοιο ευρύ εργαλειακό σχήμα μπορεί να ειδωθεί το πρόβλημα της Ταυτότητας και της Δομής της Αθήνας, τα οποία μαζί δυσχεραίνουν τη Λειτουργία της.
Συνήθως τα λειτουργικά προβλήματα αντιμετωπίζονται με την επιλύση της λειτουργικότητας, ωστόσο μια τέτοια προσέγγιση είναι επιφανειακή και βραχυπρόθεσμη. Κι αυτό γιατί η πόλη δεν είναι απλά μια μηχανή που πρέπει να δουλέψει, είναι πάνω από όλα σχέσεις στον χώρο και στον χρόνο. Κάθε επέμβαση, ένας ποδηλατόδρομος, ένα πάρκο, κτλ. προτείνει μία νέα σχέση, με ακτίνα επιρροής μεγαλύτερη από τον άμεσο κύκλο της. Η λειτουργικότητα μπορεί προσωρινά να επανέρθει με παυσίπονα μέτρα, αλλά η επίλυση των προβλημάτων απαιτεί να πάμε ένα βήμα πίσω, στην μεγάλη εικόνα.
Η ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Αυτό που καθηλώνει την Αθήνα από την σύστασή της σχεδόν ως πρωτεύουσα του Νέου Ελληνικού κράτους είναι η έλλειψη ταυτότητας, ή μάλλον η ελλειψη σύνδεσης μεταξύ φαντασιακής, επιθυμητής ταυτότητας και πραγματικότητας. Η έννοια της αστικής ταυτότητας συγκροτείται συλλογικά και απαιτεί την αναγνώριση του παρελθόντος, την συμφιλίωση με το παρόν, και το ανοιχτό βλέμμα στις δυνατότητες του μέλλοντος, διατρέχει δηλ. όλους τους χρόνους της πόλης. Η έλλειψη μιας ταυτότητας, μιας γενικής εικόνας για την Αθήνα σήμερα, είναι εμφανής τόσο στα τεχνοκρατικά ρυθμιστικά-πολεοδομικά σχέδια, όσο και στα λιγότερο τεχνοκρατικά, επιχειρηματικά σχέδια αστικών αναπλάσεων που προωθούνται τώρα. Το ότι αυτή η πόλη δεν έχει να προτείνει μια αφήγηση- έναν τρόπο ζωής δηλ.- επιβεβαιώνεται και από το ότι η Αθήνα πλασάρεται από τα διεθνή τουριστικά site ως προορισμός των δυο μόνο ημερών.
Είμαστε σε ένα κενό, φαντασίας και οραμάτων που θα μπορούσαν να κινητοποιήσουν έναν διαφορετικό τρόπο να φανταστούμε, να βιώσουμε και να επιδιώξουμε μια άλλη πόλη. Το να μην μπορούμε να αναγνωρίσουμε το παρελθόν, μας εμποδίζει να φανταστούμε το μέλλον, και το να μην μπορούμε να φανταστούμε το μέλλον μας καθηλώνει στο παρόν, την απελπισία, και την στασιμότητα. Την γενικευμένη στασιμότητα και αδράνεια εκμεταλλεύονται όσοι καιροσκοπικά, προτείνουν μεγαλεπήβολα σχέδια με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, χωρίς συσχέτιση με το πραγματικό υλικό του τόπου, τους ανθρώπους. Το νέο που υπόσχονται γίνονται αποδεκτό με ενθουσιασμό μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου τίποτε δεν συμβαίνει και όλα καταρρέουν. Είναι λοιπόν κρίσιμο να μην παρασυρθούμε από αυτόν τον ενθουσιασμό και την αφελή χαρά του ότι κάτι γίνεται επιτέλους, αλλά να σκεφτούμε πιο συνολικά και κριτικά τι είναι αυτό το νέο που έρχεται.
Η στασιμότητα και η αναμονή δεν είναι αυτομάτως αρνητικές αξίες. Μπορούν να μετουσιωθούν σε θετικά στοιχεία, αν σ’ αυτό το διάστημα της αναμονής προκύψει μια “αστική ενδοσκόπηση”. Στο διάστημα αυτό, της παύσης της δράσης, μας δίνεται η ευκαιρία να κάνουμε μια αποθεματική για το μέλλον, αποθεματική ιδεών και πόρων (-γη, κτίρια, κτλ) και να εκτιμήσουμε τις δυνατότητες που λανθάνουν στο αστικό αττικό μας τοπίο.
Οι δυνατότητες λανθάνουν σε ό,τι κανείς θα έβλεπε ως τοπίο καταστροφής. Στα κενά και στα ερείπια. Τα κενά, τα μικρά και μεγάλα, τα μεγάλα ακόμα περισσότερο, είναι αυτά που θα μπορούσαν να παίξουν έναν ρόλο στην διαμόρφωση αυτής της νέας ταυτότητας και να την επανακαθορίσουν.
ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΚΕΝΑ – “Ελαιώνας”, Ελληνικό”, αλλά και το Ιστορικό Κέντρο που τώρα αναδεικνύεται ως ένα άλλο κενό, κενό νοηματοδότησης, κενό χρήσεων και λειτουργίας, το ευρύτερο κέντρο με τις ερημωμένες γειτονιές. ΤΑ ΜΙΚΡΑ ΚΕΝΑ- όλα αυτά τα άδεια κτίρια, καταστήματα, τα άδεια οικόπεδα, τα μισογκρεμισμένα νεοκλασικά κτλ. Αυτό που συμβαίνει αυτή τη στιγμή είναι η μαζική εκποίηση/παραχώρηση και συγκέντρωση τους σε λίγα ιδιωτικά συμφέροντα (ο διαγωνισμός για το Ελληνικό, τα mall του Ελαιώνα, όλα τα μεγαλεπήβολα πρότζεκτ των ιδρυμάτων με την συνδρομή διεθνών starchitects, η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας κτίριο-κτίριο, η μικρή ιδιοκτησία που απειλείται με απαλλοτριώσεις…). Καμιά παρούσα στεγαστική ανάγκη δεν μας πιέζει να χτίσουμε το Ελληνικό, ποια η ανάγκη για ένα Mall στον Ελαιώνα? Γιατί το δημόσιο ξεπουλάει τα κτίρια του, την στιγμή που αναγκάζεται να νοικιάσει για τις υπηρεσίες του, γιατί η ανάγκη των ανθρώπων για κατοικία δεν εξυπηρετείται από τα τόσα κενά κτίρια. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι όχι μόνο δεν εξυπηρετούνται ανάγκες αλλά καταπατούνται και οι δυνατότητες της πόλης να αποφασίσει σιγά σιγά κι οργανικά, όπως συνέβαινε στις πόλεις παλιότερα, όπως συνέβαινε στην Αθήνα μέχρι τώρα, με όλα τα κακά αλλά και τα καλά που την κάνουν αυτό που είναι.
Το πρώτο λοιπόν που έχουμε να κάνουμε είναι να προστατεύσουμε τα κενά- Να αναδείξουμε τις δυνατότητες που υπάρχουν σ’ αυτά με βάση το παρελθόν, την τωρινή και την μελλοντική ανάγκη, δίνοντας ένα ερέθισμα στους ανθρώπους της πόλης να τα διεκδικήσουν με άλλους τρόπους- Τι άλλο μπορεί να γίνει στον Ελαιώνα, τι μπορεί να γίνει στα σκοτεινά ισόγεια, κτλ . Οι μικρές ενέσεις εδώ κι εκεί, δίνουν το στίγμα μιας θετικής δράσης κι είναι απαραίτητες, αλλά φαίνεται να μην αρκούν- χρειάζονται γενναίες κινήσεις ή τουλάχιστον η υπόσχεσή τους. Χρειάζεται μια κινητοποίηση του φαντασιακού για την πόλη, μέσα από το οποίο κανείς αποκτά μια πιο ισχυρή ταύτιση με αυτήν και ένα πιο δυνατό βίωμα του χώρου. Συγχρόνως χρειάζεται να στήσουμε μια μυθολογία και μια βιώσιμη πραγματικότητα.
Η ΔΟΜΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ
Το χαοτικό τοπίο της Αθηναϊκής μεγαλούπολης απαιτεί τώρα, εκ των υστέρων, την επινόηση μιας δομής, την αναζήτηση και ανάδειξη των ελάχιστων αυτών στοιχείων που θα συγκροτήσουν τοπικές ταυτότητες, μικρές αφηγήσεις. Και περαιτέρω απαιτεί να συνδεθούν αυτές οι αφηγήσεις μεταξύ τους, να συστήσουν σε μια ενιαία ροή, ένα συνεκτικό αφήγημα των Αθηνών. Η επινόηση μιας δομής έχει να κάνει με την διασφάλιση της συνέχειας και της συνοχής, της ρευστότητας, της επικοινωνίας, της ανεμπόδιστης κίνησης από την μια περιοχή στην άλλη, από το ένα επίπεδο σχεδιασμού στο άλλο, από το παρελθόν στο μέλλον.
Ό,τι σχεδιάζεται τώρα στην Αθήνα μοιάζει ασύνδετο και στον χώρο και στον χρόνο, ασύνδετο με τους ανθρώπους και τις ανάγκες τους. Αυτό είναι εμφανές σε όλα τα σχέδια που προχωράνε τώρα (rethink, Φάληρο, κτλ) – δεν γεννιούνται μέσα από μια διαδικασία σχέσης, αλλά ξεφυτρώνουν όπου υπάρχει έδαφος κερδοφορίας. Τα σφάλματα της Αθήνας που κτίστηκε εν θερμώ από μικρο-μεγαλο-εργολάβους χωρίς σχέδιο, επαναλαμβάνονται σε μεγαλύτερη κλίμακα από τα μεγάλα ιδρύματα. Η ίδια παθογένεια ακριβώς, έλλειψη σχεδιασμού πολεοδομικού, αίσθηση ενός κατακερματισμού και μιας πορείας δίχως κανέναν προορισμό.
Θα έλεγε κανείς βέβαια πως το ζήτημα “δομή της Πόλης” καλύπτεται από τα ρυθμιστικά, πολεοδομικά σχέδια. Ο ίδιος ο θεσμός όμως αναγνωρίζει την αδυναμία του να περιλάβει άλλες παραμέτρους, πλην των πολεοδομικών, και προτείνει τα Σχέδια Δράσης ως συμπληρωματικά εργαλεία που επιτρέπουν τον συντονισμό των ετερόκλητων ειδικοτήτων, και φορέων της πόλης. Το αστικό περιβάλλον γίνεται ολοένα και πιο σύνθετο ολοένα και πιο ρευστό. Τα πολ. σχέδια αδυνατούν να το παρακολουθήσουν ενώ το ίδιο το κράτος καταπατά τις πολεοδομικές διατάξεις που το ίδιο θεσμοθετεί. Την ίδια στιγμή, στον υπόλοιπο κόσμο, οι μεγάλες μητροπόλεις, ανταποκρινόμενες στην νέα συνθήκη, προχωρούν σε διαρκώς ανανεωνόμενα, “ανοιχτά”, ψηφιακά παρατηρητήρια των χωρικών δεδομένων. Η κατάσταση απαιτεί μια άλλου είδους ετοιμότητα, η πόλη δεν είναι κάτι στατικό και χρειάζονται ευέλικτοι σύγχρονοι τρόποι για να καταγράψουμε τις συνδέσεις και να ορίσουμε την δομή- ένα είδος ρευστής πολεοδομίας.
Ωστόσο, χρειάζεται τώρα να σκεφτούμε την δομή πόλης όχι για να σχεδιάσουμε ένα διαφορετικό Ρυθμιστικό και για να διαλέξουμε άλλες χρήσεις γης, αλλά για να διαλέξουμε έναν άλλο τρόπο που σχεδιάζονται τα σχέδια. Εξετάζοντας μια νέα δομή της πόλης θα ξεκινούσαμε από την συγκρότηση των ανθρώπων μεταξύ τους στον αστικό χώρο, τη σχέση τους με αυτόν και τους τρόπους αλληλεπίδρασης τους. Πως οργανώνεται η σχέση με τον χώρο, ποια είναι τα στοιχεία που συγκροτούν αυτή τη σχέση- είναι η γειτονιά, τα ενδιαφέροντα, η εργασία, οι διαδρομές;- σε ποιο βαθμό μπορεί κανείς να επέμβει στην διαμόρφωσή του; Συγχρόνως ανήκουμε σε πολλές αλληλεπικαλυπτόμενες, στον ψηφιακό και πραγματικό χώρο, κοινότητες. Το πώς συγκροτούνται οι κοινότητες σε σχέση με τον χώρο δεν περιγράφεται από τους παλιούς τρόπους που φαίνονται αναχρονιστικοί. Το τελευταίο διάστημα έχει ξεκινήσει μια μεγάλη συζήτηση από διάφορες αφετηρίες για την δημοκρατία, τις δημοκρατικές διαδικασίες, την ίδια την έννοια του κράτους. Η ίδια συζήτηση μεταφερμένη στα ζητήματα του χώρου αντιστοιχεί στη συζήτηση για τον συμμετοχικό σχεδιασμό, συμμετοχικό προϋπολογισμό, το civiccrowdsourcing και όλες τις συναφείς τάσεις που εμπλέκουν ενεργά τον πολίτη, που επανεισάγουν την έννοια του πολίτη.
Αναπόδραστα βέβαια η συζήτηση για την δομή της πόλης περιλαμβάνει παραδοσιακά την οργάνωση των χωρικών ενοτήτων– πέρα από την οργάνωση των ανθρώπων, των δομών και των εργαλείων σχεδιασμού. Στην περιγραφή και κατάταξή τους απαιτείται η εισαγωγή νέων παραμέτρων, που να ενσωματώνουν και ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα χαρακτηριστικά της ταυτότητας- οι χωρικές ενότητες δεν καθορίζονται μόνο από τις χρήσεις γης. Αν στις χωρικές ενότητες, λοιπόν, αποδώσουμε μια ταυτότητα, όπως και στα πρόσωπα, τότε όπως και οι άνθρωποι μπλέκονται μεταξύ τους με τρόπους που δεν έχουν να κάνουν με τα παραδοσιακά γεωγραφικά σύνορα, έτσι και οι χωρικές ενότητες μπλέκονται μεταξύ τους πια ξεπερνώντας τον περιορισμό της γειτονίας ή της άμεσης χρηστικής σύνδεσης. Μικρο-κοινότητες ανθρώπων, μικρο-συμπλέγματα χώρων διαπλεκόμενες δημιουργούν το πυκνό patternτης πόλης. Οι μεταξύ τους συνδέσεις είναι το ζητούμενο, τι συνδέεται με τι και πως. Στην περίπτωση του Rethinkπχ. γιατί να συνδέσει κανείς ένα παλιό αρχαιολογικό μουσείο με ένα καινούριο, κι αν αυτό είναι το ζητούμενο γιατί να το κάνει αυτό μέσω της Πανεπιστημίου; Αν αυτού του είδους οι συνδέσεις με το παρελθόν μας απασχολούν γιατί να μη συνδεθούν εναλλακτικά οι πανεπιστημιακές σχολές με την Ακαδημία Πλάτωνος; Το πως χωροθετούνται οι λειτουργίες, πως οργανώνεται η κυκλοφορία, η ίδια η συζήτηση για την κεντρικότητα μπαίνουν σε άλλες βάσεις. Δεν χρειάζεται να επανεφεύρουμε την κεντρικότητα, αυτή αναδύεται ως μια πύκνωση συνδέσεων. Το υλικό της πόλης είναι εκεί, ο τρόπος που το συναρμολογούμε φτιάχνει κάθε φορά κάτι καινούριο, με τα ίδια υλικά μπορούμε να έχουμε πολλές διαφορετικές πόλεις.